- ισταμένως
- ἱσταμένως (Α)επίρρ. σταθερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστάμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ἵσταμι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱσταμένως — ἵστημι make to stand pres part mp masc acc pl (doric) ἱστᾱμένως , ἱστάω pres part mp masc acc pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… … Dictionary of Greek